- έκρυθμος
- η , ο [ος , ον ] неритмичный; беспорядочный; ненормальный, неправильный;
έκρυθμος κατάστασις — ненормальное положение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έκρυθμος κατάστασις — ненормальное положение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔκρυθμος — out of tune masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκρυθμος — η, ο (Α ἔκρυθμος, ον) ο εκτός ρυθμού, ο άρρυθμος νεοελλ. διαταραγμένος («έκρυθμη κατάσταση») αρχ. 1. άρρυθμος, χωρίς ρυθμό («ἡ μουσικὴ επιστήμη τίς ἐστιν ἐνρύθμων τε καὶ ἐκρύθμων», Σέξτ. Εμπ.) 2. (για σφυγμό) ανώμαλος (επίρρ., εκρύθμως και… … Dictionary of Greek
έκρυθμος — η, ο επίρρ. α που βρίσκεται έξω από τον κανονικό ρυθμό, ανώμαλος, ταραγμένος: Η κατάσταση έγινε έκρυθμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκρύθμοις — ἔκρυθμος out of tune masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρύθμους — ἔκρυθμος out of tune masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρύθμων — ἔκρυθμος out of tune masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκρυθμοι — ἔκρυθμος out of tune masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανώμαλος — η, ο (Α ἀνώμαλος, ον) 1. αυτός που δεν είναι ομαλός, ο ακανόνιστος, ανομοιόμορφος 2. (για έδαφος) τραχύς, όχι επίπεδος 3. (για καταστάσεις) τραχώδης, έκρυθμος 4. (Γραμμ.) γραμματικός τύπος, όνομα ή ρήμα, που δεν σχηματίζεται κατά τους γενικούς… … Dictionary of Greek
χαώδης — ες / χαώδης, ῶδες, ΝΜ [χάος] όμοιος με χάος νεοελλ. (ιδίως για κατάσταση) αυτός που εμφανίζει χάος, αυτός στον οποίο επικρατεί απόλυτη σύγχυση και αταξία, έκρυθμος, ανώμαλος … Dictionary of Greek